Διήγημα: Στην άκρη χιόνι
Τα παλιά παντζούρια του υπνοδωματίου μου είναι ακόμη κλειστά. Κοντεύει να ξημερώσει και εγώ δεν έχω κοιμηθεί ούτε δυο ώρες. Μέσα στη ζαλάδα της κούρασης και του αλκοόλ κάτι ακούω στο πλατύσκαλο. Κάτι σαν χτύπο.
Ακούγεται ξανά. Δυνατότερα. Το σώμα μου ξυπνά σταδιακά από τον πρωτύτερο λήθαργο και οι μυς μου σφίγγονται κάτω από το βαρύ πάπλωμα. Έχω δει παρόμοιους εφιάλτες τον τελευταίο καιρό και σκέφτομαι ότι ίσως βρίσκομαι μέσα σε έναν απ’ αυτούς. Όμως, όταν ψηλαφώ την μικρή ουλή που έχω από παιδί στο μέτωπό, σιγουρεύομαι ότι οι ήχοι είναι πραγματικοί. Οι άνθρωποι δεν έχουν τέτοια γνώριμα σημάδια στα όνειρα.
Ο χτύπος ακούγεται και πάλι. Ήρθαν. Είναι εκεί, έξω από την πόρτα μου. Ήρθαν ξανά.
«Ανοίξτε αμέσως, κύριε Στρατέα» λέει μια βαριά ανδρική φωνή από το πλατύσκαλο και αντηχεί σε όλο το διαμέρισμα. Δεν απαντώ, μπορεί να φύγουν κι αυτή τη φορά. Η φωνή, όμως, επιμένει. «Έχουμε ένταλμα να μπούμε στο σπίτι. Αν δεν ανοίξετε θα σπάσουμε την πόρτα».
Φοβάμαι να κάνω την παραμικρή κίνηση, μην καταλάβουν ότι βρίσκομαι μέσα στο σπίτι. Το κεφάλι μου καίει. Τα ορθάνοιχτα πλέον μάτια μου κοιτάζουν μανιασμένα τριγύρω στο σκοτεινό δωμάτιο, να εντοπίσουν κάποιο τρόπο διαφυγής. Το μπαλκόνι δεν είναι και τόσο ψηλά για να πηδήξω.
Βλέπω το θολό περίγραμμα μιας στοίβας με βρώμικα ρούχα δίπλα στη ντουλάπα. Είναι εκεί πεταμένα όπως-όπως, σαν εισβολείς, σαν απρόσκλητοι επισκέπτες. Μοιάζουν με κουφάρι άγριου ζώου. Φαντάζομαι τους αστυνομικούς να στέκονται από πάνω τους και να τα κοιτούν με λύπηση, να αναρωτιούνται πόσο ξοφλημένος είναι ο Στρατέας που ούτε τα ρούχα του δεν μαζεύει.
«Ξέρουμε ότι είστε μέσα. Ανοίξτε μας και μην κάνετε τα πράγματα χειρότερα».
Αν δεν ανοίξω, θα φύγουν. Θα βαρεθούν να στέκονται εκεί έξω και θα φύγουν. Καμία από τις προηγούμενες φορές δεν έμειναν πάνω από μισή ώρα. Φωνάζουν, απειλούν και μετά ξεχνάω την ύπαρξή τους για μέρες ή και μήνες.
Ο χτύπος στην ξύλινη πόρτα γίνεται όλο και πιο έντονος. Κάποιος ρίχνει γροθιές και βρίζει. Ξαφνικά, όμως επικρατεί σιγή. Αισθάνομαι περισσότερο, παρά ακούω, μία αμυδρή κινητικότητα. Θα φύγουν, θα φύγουν. Θα πάρω άλλη μία παράταση. Αφήνω τον αέρα να απελευθερωθεί από τα πνευμόνια μου και παίρνω άλλη μία βαθιά, απελπισμένη ανάσα. Το πρόσωπο της Μιράντας σχηματίζεται μπροστά μου με την απογοήτευση εμφανή σε κάθε της χαρακτηριστικό.
Πάλι δεν έβγαλες τον Μίσα βόλτα, Αλέξανδρε. Πάλι παράτησες όλα τα ρούχα στο πάτωμα. Τι κάθεσαι εκεί και με κοιτάς; Δες πώς έχεις καταντήσει. Δες πώς έχουμε καταντήσει εξαιτίας σου.
Τώρα ο ήχος αλλάζει. Όμως είναι ακόμα εκεί. Στα αυτιά μου φτάνει ένα δυνατό βούισμα σαν τεράστιο κοπάδι σφήκες. Η ένταση του δυναμώνει και χαμηλώνει πάλι. Και ξαναδυναμώνει. Τον ακούω σαν να είναι ακριβώς δίπλα μου, τρυπάει το δέρμα μου. Πετάγομαι πάνω με το μέτωπό μου γεμάτο κόμπους ιδρώτα. Τα χέρια μου τρέμουν. Το βούισμα είναι συνεχόμενο, βίαιο. Ξυπόλητος τρέχω στο βρώμικο μωσαϊκό και φτάνω στο σαλόνι.
«Σας παρακαλώ σταματήστε!» ουρλιάζω για να ακουστώ πάνω από το εκκωφαντικό βουητό. Για μια στιγμή πιστεύω ότι με άκουσαν, ότι όλο αυτό θα λήξει τόσο ξαφνικά όσο ξεκίνησε. Αλλά όχι. Το αλυσοπρίονο είναι εκεί. Το βλέπω έντρομος να βυθίζεται στην ξύλινη πόρτα, να πετάει ροκανίδια, να κάνει την πολυκατοικία να σείεται ολόκληρη. «Όχι, όχι! Σας ικετεύω!» κάνω μία απελπισμένη προσπάθεια, ενώ αρπάζω το μεταλλικό πόμολο.
Οι αστυνομικοί έχουν ήδη αχρηστεύσει την πόρτα και μέσα στο σαλόνι έχουν εισβάλει μπορεί τρείς, μπορεί και έξι άνδρες. Τους βλέπω, αλλά το μυαλό μου αδυνατεί να συγκεντρωθεί. Όλα όσα διαδραματίζονται είναι σαν να μην συμβαίνουν σε μένα, είναι σαν να μην με αφορούν, σαν να τα βλέπω από ψηλά, τραβηγμένα με ευρυγώνιο φακό.
«Κύριε Στρατέα, σας έχουμε προειδοποιήσει πάρα πολλές φορές ως τώρα. Το οίκημα ανήκει πλέον στην τράπεζα και σε λίγες μέρες θα βγει σε πλειστηριασμό» μου ανακοινώνει με προσποιητή επισημότητα ένας από τους αστυνομικούς. Εγώ στέκομαι εκεί αμέτοχος. Παρακολουθώ τις ένστολες μορφές τους να κινούνται με φυσικότητα στον μέχρι πρότινος ιδιωτικό μου χώρο. «Έχουμε οδηγία να πάρουμε τα έπιπλα και τις ηλεκτρικές συσκευές. Στο διάστημα αυτό μπορείτε να μαζέψετε κάποια προσωπικά αντικείμενα και να αποχωρήσετε».
Είναι ακριβώς μπροστά μου και ανοιγοκλείνει έντονα το στόμα του, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω απόλυτα τη σημασία των όσων λέει. Πιάνω μόνο σκόρπιες λέξεις, μισοτελειωμένες, διαλυμένες συλλαβές γεμάτες φωνήεντα.
«Δεν θα φύγω» ψελλίζω. Ο άντρας με κοιτάει κι εγώ επαναλαμβάνω δυνατότερα «Δε θα φύγω! Δεν έχω πουθενά να πάω!»
Ένα άλλος αστυνομικός σπεύδει να με αρπάξει, έτοιμος να με σύρει έξω αν αντισταθώ περισσότερο. Παρακολουθώ τα έπιπλά μου να σηκώνονται στον αέρα και να απομακρύνονται από το χώρο. Το πόδι της πολυθρόνας παρασέρνει μία κορνίζα που υπήρχε στο έπιπλο της τηλεόρασης. Η Μιράντα κι εγώ σε κάποιο ταξίδι, σε μία άλλη εποχή, καλύτερη. Γκρεμιζόμαστε κι εμείς μέσα στο χάος.
«Μία τελευταία φορά. Θα πάρετε κάτι μαζί ή θα φύγετε έτσι;»
Αυτός που με κρατάει δέσμιο με τραβάει προς τα έξω. Τα πόδια μου δεν δέχονται οδηγίες, είναι καρφωμένα στο πάτωμα. Το βλέμμα μου πέφτει στο μπουκάλι Captain Morgan που έχει γύρει στο τραπεζάκι και χύνεται κάτω σχηματίζοντας μία σκούρα λίμνη. Το είχα αφήσει ανοιχτό το προηγούμενο βράδυ.
Από το μέσα δωμάτιο ακούγεται το ξυπνητήρι του κινητού μου, αυτή η μονότονη μελωδία με την οποία ξεκινώ τις μέρες μου. Αυτή η μελωδία, που ηχεί σαν καμπάνες εκκλησίας, τώρα με ταράζει. Τόσο αταίριαστη μέσα στο χαοτικό παρόν, σαν κάτι που μπήκε κατά λάθος στο πλάνο μιας ταινίας. Κάνα δύο αστυνομικοί στρέφονται παραξενεμένοι προς τα ‘κει κι εγώ τινάζομαι απότομα. Με τον αγκώνα χτυπάω με λύσσα προς τα πίσω και τρέχω να πάρω το κινητό από το σκαμπό που χρησιμεύει για κομοδίνο.
Κάποιοι με ακολουθούν, με πιάνουν απ’ τους ώμους και με ταρακουνάνε. Νομίζω ακούω ότι θέλουν να με πάνε στο τμήμα για αντίσταση κατά της αρχής. Χτυπάω με τις γροθιές μου ό,τι βρίσκεται γύρω μου, εκτοπίζω χέρια και σώματα, χειροπέδες και γκλόμπ που έχουν γεμίσει το σπίτι μου, αρπάζω το μπουφάν και τα αθλητικά μου και τρέχω προς τη σκάλα.
Η κυρία που μένει στον τρίτο έχει βγει στο κλιμακοστάσιο και στέκεται μερικά σκαλιά πιο πάνω έντρομη. Τα βλέμματά μας συναντιούνται, αλλά δεν λέει τίποτα. Σκέφτεται πόσο τυχερή είναι που το συμβάν δεν αφορά εκείνη και το δικό της σπίτι. Κι εγώ αυτό θα σκεφτόμουν.
Τελευταία στιγμή θυμάμαι να πάρω το πορτοφόλι που έχω στο τζιν μου και κάνω επιτόπου αναστροφή. Έχει μέσα το τελευταίο μηνιάτικο. Και την ταυτότητά μου. Να αποδεικνύει, τουλάχιστον αυτή ότι υπήρξα κάποιος.
Αλέξανδρε, σκέψου τι σημαντικό έχεις ξεχάσει. Πού έχεις παραχώσει το στυλό Πάρκερ που σου χάρισε η μάνα σου στην ορκωμοσία; Το βιβλίο ζαχαροπλαστικής που σε παρότρυνε να φτιάξεις το πρώτο σου εκμέκ; Μήπως το ρολόι μπρασελέ που σου είχα κάνει δώρο την τελευταία μας Πρωτοχρονιά; Πάλι παρατημένα τα έχεις όλα. Ακόμα και τα σημαντικά. Έτσι όπως τα κατάφερες, μην πάρεις τίποτα μαζί. Δεν σου αξίζει να έχεις τίποτα.
«Μη μας δημιουργείτε άλλο πρόβλημα, κύριε. Πάρτε αυτά που θέλετε και φύγετε».
Και φεύγω, χώνοντας στην τσέπη μου το δερμάτινο πορτοφόλι και κρατώντας σφιχτά το μισοτελειωμένο Captain Morgan.
***
Περπατάω στους κρύους δρόμους της Αθήνας. Βλέπω τον ουρανό να χαράζει, την πόλη να ζωντανεύει. Έχω ενημερώσει το αφεντικό μου ότι κάτι μου έχει τύχει και δεν θα πάω σήμερα στη δουλειά. Το δέχτηκε χωρίς πολλά-πολλά. Έτσι κι αλλιώς μπορούν να τα βγάλουν πέρα και χωρίς εμένα στην αποθήκη.
Κάθομαι σε ένα παγκάκι κάπου απόμερα. Μια συστάδα δέντρων με χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο που πηγαινοέρχεται. Αφουγκράζομαι τον θόρυβο των αυτοκίνητων και πίνω μια γερή γουλιά ρούμι. Χαϊδεύει τον οισοφάγο μου. Καυτή, εθιστική απόλαυση. Το κινητό μου δονείται και το κρατώ για λίγο μέσα στις παγωμένες παλάμες μου πριν απαντήσω μηχανικά.
«Παιδί μου;» Η γερασμένη φωνή της μητέρας μου κάνει το χρόνο να σωπάσει. «Παιδί μου, μ’ ακούς;»
«Ναι σ’ ακούω». Πρέπει να μιλάω με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις, να μην ακουστεί η φωνή μου παράξενη.
«Είσαι καλά, Αλεξανδράκο μου; Πού σε πετυχαίνω; Στο αμάξι; Πας στο γραφείο;»
«Καλά είμαι, μάνα. Ναι στο αμάξι είμαι, όπως τα λες». Ξεφυσάω. Κοιτάζω το ποτό στο χέρι μου.
«Τρως καλά αγοράκι μου; Η Μιράντα σου μαγειρεύει καλά; Εγώ έχω φτιάξει γιουβαρλάκια και κέικ. Γιατί δεν ανεβαίνετε τώρα τις γιορτές να φάμε επιτέλους όλοι μαζί;»
«Ξέρεις πόσο τρέχουμε κι οι δύο. Δεν είναι εύκολο να έχεις δικό σου φοροτεχνικό γραφείο». Και δεν είναι εύκολο ούτε να δουλεύεις σε μια θορυβώδη αποθήκη. Ούτε να τρως μόνο κρύα σάντουιτς και να κοιμάσαι μεθυσμένος τα περισσότερα βράδια.
«Το φαντάζομαι ναι… αλλά αν βρείτε ποτέ λίγο χρόνο, η πόρτα μας θα είναι ανοιχτή. Το ξέρεις αυτό, παιδί μου, έτσι;» και έπειτα συμπληρώνει: «Και εννοείται θα είναι ανοιχτή και για τα εγγονάκια μας!» Την νιώθω να χαμογελάει στο ακουστικό.
«Μην προτρέχεις, μάνα» της λέω αυστηρά και την ακούω να ξεροκαταπίνει. Προφανώς αναρωτιέται αν πρέπει να αλλάξει θέμα, γιατί αργεί κάποια δευτερόλεπτα να απαντήσει.
«Είσαι πιεσμένος παλληκάρι μου, το ακούω. Κάνε υπομονή, όμως. Τα καλά κόποις κτώνται». Την φαντάζομαι να ισιώνει λιγάκι την πλάτη της και να φουσκώνει από χαρά για τον μοναχογιό της. «Ήδη τα έχεις καταφέρει περίφημα».
Όλοι εκεί στα Γιάννενα την έχουν ακούσει να μιλά με λεπτομέρειες για το φοροτεχνικό γραφείο μου, που πάει τόσο καλά τα τελευταία χρόνια. Και για την κοπέλα μου, που τόσο με φροντίζει και που σύντομα θα γίνει νύφη της.
Της λέω ένα κάρο πράγματα, όταν έχω όρεξη για κουβέντα κι εκείνη αναφωνεί συνεχώς. Δεν καταλαβαίνει πάντα, τα μεταφέρει, όμως, όλα ενθουσιασμένη. Ανασηκώνει τα λεπτά της φρύδια και γνέφει στωικά, περιμένοντας να ακούσει από τις γειτόνισσες τα επακόλουθα συγχαρητήρια. Έπειτα, καταλήγει συνήθως με ένα: «Μπορεί να κοπιάσαμε να τον σπουδάσουμε, αλλά χαλάλι» ή ένα: «Σύντομα, που λέτε, θα ανέβει εδώ πάνω, να χτίσει μια σπιταρόνα με θέα τη λίμνη και μετά ποιος τον πιάνει».
«Έχεις δίκιο, μάνα» κατανεύω. «Αλλά πρέπει να κλείσω. Μη μιλάω ενώ οδηγώ». Κάνω μια μικρή παύση. «Να μου φιλήσεις τον πατέρα». Έπειτα, χωρίς να περιμένω απάντησή, τερματίζω την κλήση.
Κοιτάζω και πάλι γύρω μου. Ακούω μία παρέα παιδιών λίγο πιο πέρα να γελάνε και να κοροϊδεύουν κάποιον για το μπολάκι που του έβαλε η μητέρα του για το σχολείο. Εκείνος αντιδρά και τους λέει ότι όλοι στο διάλειμμα θα ζηλεύουν το σοκολατένιο κέικ του. Μετά λένε κάτι για τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Σκύβω το κεφάλι μου και σκεπάζω το κατακόκκινο πρόσωπό μου με τις παλάμες μου.
***
Κατά το μεσημέρι, παίρνω λεωφορείο ως το Κουκάκι. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως για να ξεχαστώ ή για να αναπολήσω τις χαμένες δόξες. Περνάω μπροστά από το κτήριο που κάποτε στέγαζε όλες μου τις προσπάθειες, όλους μου τους στόχους, το κτήριο που κάποτε φιλοξένησε το «Piece of Cake» μου.
Θυμάμαι γιατί είχα διαλέξει αυτό το μέρος. Είχα ερωτευτεί τον άνετο, ενιαίο χώρο και το ζεστό φως που περνά μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες. Θυμάμαι που μπαινόβγαινα από το εργαστήρι με δίσκους που άχνιζαν. Θυμάμαι την τάρτα με κομματάκια φρέσκο μήλο που έψηνα σε χαμηλή θερμοκρασία, για να μένει ζουμερή και να μην θρυμματίζεται. Θυμάμαι τους περαστικούς που στέκονταν ξελιγωμένοι απ’ έξω. «Ουρές ο κόσμος έξω από το νέο ζαχαροπλαστείο στο Κουκάκι» είχε γράψει ο Γαστρονόμος.
Τότε, ο δρόμος μύριζε κανέλα και βούτυρο. Η Μιράντα στο ταμείο μύριζε ένα απαλό άρωμα βανίλιας.
Τώρα, αυτό που βλέπω στη θέση του με κάνει να σαστίσω. Το ισόγειο είναι ανακαινισμένο, οι μεγάλες βιτρίνες έχουν παραμείνει και μπορείς να δεις στο εσωτερικό έναν γωνιακό δερμάτινο καναπέ, δύο γραφεία τοποθετημένα αντικριστά και ενδιάμεσα μία ογκώδη βιβλιοθήκη γεμάτη ντοσιέ, φακέλους και βιβλία, ταξινομημένα με ακρίβεια. Η λιτή διακόσμηση συμπληρώνεται με ένα ανούσιο κάδρο που έχει τοποθετηθεί απλά και μόνο για να γεμίζει τον τοίχο και γράφει Οι ανάγκες σας, προτεραιότητά μας. Πάνω από την πόρτα της εισόδου υπάρχει μια πινακίδα με μπλε σκούρα γράμματα.
Λογιστικό, Φοροτεχνικό Γραφείο, Αφοί Διονυσίου
Ένας πνιχτός ήχος βγαίνει από τα χείλη μου και με πιάνει νευρικό γέλιο. Γελάω με την ψυχή μου, διπλώνομαι στα δύο. Η Μιράντα θα γέλαγε κι αυτή πολύ.
Ένα νεαρό, εξαιρετικά αδύνατο κορίτσι έχει σταθεί μερικά βήματα παρακάτω και με κοιτάζει όλο απορία. Στο χεράκι της κρατά καμιά δεκαριά ελαφρώς μαραμένα λουλούδια, που έχουν γείρει απρόσεκτα απ’ την μια πλευρά. Όταν αντιλαμβάνομαι την παρουσία της, ανασυγκροτούμαι, καθαρίζω το λαιμό μου και με βήμα σταθερό την πλησιάζω.
Τείνει το χέρι της αμίλητη για να μου προσφέρει ένα λουλούδι. Μάλλον μένει στο δρόμο, τα ρούχα της είναι φθαρμένα και λασπωμένα σε μερικά σημεία. Βγάζω ένα κέρμα από το πορτοφόλι μου και της το δίνω. Γνέφω ευχαριστώ με το κεφάλι μου και παίρνω το λουλούδι.
***
Οι ώρες πέρασαν. Ο χρόνος όμως είναι σαν να έχει μείνει στάσιμος. Δεν περπατούσα επειδή είχα κάπου να πάω. Περπατούσα για να εξαντλήσω το σώμα μου και να απασχολήσω το μυαλό μου.
Τα φώτα του δρόμου ανάβουν, γύρω μου επικρατεί μία θαμπάδα. Το ρούμι έχει αδειάσει και το πετάω σε ένα παραμελημένο παρτέρι. Η παγωμένη ατμόσφαιρα και το άσκοπο πήγαινε-έλα με έχουν καταβάλει. Δεν θυμάμαι να έφαγα τίποτα. Πρέπει να γυρίσω σπίτι. Ποιο σπίτι… Το κρεβάτι μου, η τηλεόρασή μου, όλα τα πράγματα που περιστοίχιζαν την καθημερινότητά μου δεν μου ανήκουν πλέον. Είναι μία συνειδητοποίηση ακαριαία, πέφτει πάνω μου και με διαλύει, σαν παλιρροϊκό κύμα.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Να ανασυντάξω τις σκέψεις μου. Και αυθόρμητα αρχίζω πάλι να περπατάω. Τώρα όμως κατευθύνομαι προς ένα συγκεκριμένο μέρος. Δύο στενά πριν φτάσω, συναντώ μία διασταύρωση. Ασταμάτητη η πορεία των αυτοκινήτων και αμέτρητα φώτα τρέχουν μαζί τους σε ξέφρενους ρυθμούς.
Σταματώ και κοιτάζω προς τα πάνω στον καθρέφτη κυκλοφορίας. Η σφαιρική, παραμορφωμένη αντανάκλασή μου φαίνεται αξιοθρήνητη. Προσπαθώ να σουλουπώσω τα μαλλιά μου, περνώντας τα δάχτυλά μου ανάμεσα στις τούφες. Η πυκνή σκόνη της πόλης έχει κατακάτσει στο δέρμα μου. Τα ρούχα μου μυρίζουν κάπνα από τα αναμμένα τζάκια και καυσαέριο. Τα ξεσκονίζω με την ανάστροφη του χεριού μου, σαν να πρόκειται να διώξω μαζί με τη σκόνη και τη μυρωδιά της αποτυχίας.
Όταν φτάνω στην πολυκατοικία, τσεκάρω ένα-ένα τα ονόματα στα κουδούνια. Δεν θυμάμαι τον όροφο, αλλά είμαι βέβαιος ότι έχω έρθει στο σωστό σπίτι. Παναγιώτης και Ελισάβετ. Στον δεύτερο. Αυτό είναι. Πέρασαν χρόνια από τότε, αλλά θυμάμαι να τους ρωτάω γιατί δεν είχαν γράψει και επώνυμα στο κουδούνι. Θυμάμαι που κοιτάχτηκαν και γέλασαν σαν να πρόκειται για κάποιο εσωτερικό τους αστείο. Το χαρτάκι έχει ξεθωριάσει λίγο πλέον, έχει κιτρινίσει στις γωνίες, αλλά τα ονόματα διακρίνονται ξεκάθαρα.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και χτυπάω. Απ’ το θυροτηλέφωνο ακούγεται μια αντρική φωνή, οικεία, αλλά και ξένη συνάμα. Καθαρίζω το λαιμό μου, ξεροβήχω.
«Τάκη, εγώ είμαι…» λέω, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα να εμφανίζομαι εκεί. Δεν απαντάει, οπότε συμπληρώνω βιαστικά: «Ο Αλέξανδρος».
Όταν προφέρει το όνομά μου σαστισμένος, αναλογίζομαι πόσο μπορεί να τον έχει αλλάξει ο χρόνος. Την εποχή που έκλεινε το ζαχαροπλαστείο μιλούσαμε αρκετά, ψάχναμε να βρούμε μια λύση, να σώσουμε την κατάσταση. Η Ελισάβετ ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να έρχονται συνεχώς σπίτι, φέρνοντας μαζί τους μπουκάλια κρασί και σχέδια για το μέλλον. Μου έλεγαν να μην αποθαρρύνομαι. Μου έλεγαν ότι θα φτιάξουν τα πράγματα, ότι θα αποπληρώσουμε το δάνειο. Υποτίθεται θα τα καταφέρναμε μαζί, έτσι σε πρώτο πληθυντικό.
Έλεγαν όλα όσα λένε οι φίλοι τις δύσκολες ώρες. Οι φίλοι που συμπάσχουν, αλλά κρυφά τους ανακουφίζει που είσαι εσύ και όχι αυτοί. Που εσένα κυνηγάνε οι τράπεζες.
«Γύρισα πριν λίγες ώρες στην Ελλάδα» ακούω τον εαυτό μου να λέει κάπως απολογητικά. «Γι’ αυτό δεν σου είχα τηλεφωνήσει τόσο καιρό». Υπολογίζω στα γρήγορα πόσο καιρό θα πρέπει να ταξίδευα. Τρία χρόνια; Παραπάνω;
«Δεν ήξερα ότι είχες φύγει στο εξωτερικό. Είσαι καλά;» Δεν μπορώ να ερμηνεύσω τον τόνο της φωνής του. Δεν ακούγεται σαν να δυσανασχετεί, αλλά κάθε φράση του είναι γεμάτη ανησυχία και έκπληξη. «Έλα πάνω. Θα ξυλιάσεις».
Σπρώχνω την εξώπορτα και ανεβαίνω τα σκαλιά βιαστικά, δύο-δύο, μην αλλάξει γνώμη και με αφήσει έξω. Ο Τάκης με περιμένει στο πλατύσκαλο του δεύτερου ορόφου. Έχει πάρει μερικά κιλά, έχει αποκτήσει εμφάνιση οικογενειάρχη﮲ στρογγυλή κοιλιά, γένια που γκριζάρουν λιγάκι στις άκρες, μαλλιά με μια υποψία αραίωσης στην κορυφή. Όμως το ντύσιμό του παραμένει αθλητικό και η κορμοστασιά του δείχνει πιο στιβαρή και δυναμική απ’ ότι παλιά.
Με καλωσορίζει με ένα αμήχανο χαμόγελο και με προτρέπει να καθίσω στον καναπέ. Το σαλόνι είναι ευρύχωρο, με τζάκι στη γωνία και μακρόστενη τραπεζαρία. Στο χαλί υπάρχουν μερικά πεταμένα παιχνίδια﮲ ένα τηλεκατευθυνόμενο που αναβοσβήνει ξέφρενα, ένα μπλοκ ζωγραφικής και κάτι χρωματιστοί μαρκαδόροι χωρίς καπάκια. Τα προσπερνώ και κάθομαι σε μια γωνία. Από το βάθος του διαδρόμου ακούγονται τσιρίδες και γέλια. Και πράγματα να πέφτουν στο παρκέ με δύναμη.
«Μην ανησυχείς, είναι τα μικρά». Γελάει, καθώς κοιτάζει προς την κατεύθυνσή τους. Ευτυχία αντανακλάται στα μάτια του και στον τρόπο που προφέρει τη λέξη μικρά.
«Πόσο είναι;» ρωτάω, συνειδητοποιώντας ότι κάθομαι στην άκρη-άκρη του μαξιλαριού με τα μπράτσα μου ασφυκτικά κολλημένα στα πλευρά.
«Ο μεγάλος είναι πέντε και η μικρή θα κλείσει τα τρία το Μάρτη». Γνέφω αντί για απάντηση. «Για πες λοιπόν πού χάθηκες; Πού είναι η Μιράντα;» Φαίνεται ανήσυχος και το βλέμμα του με διαβάζει από πάνω ως κάτω. Ασυναίσθητα σφίγγομαι περισσότερο στη θέση μου. Τι ήρθα να κάνω εδώ; Θέλω να γίνω μικρός, άυλος. Να μην με βλέπει άλλο, να μην αναρωτιέται για μένα.
Παλιά, όταν ήμασταν συμφοιτητές, δεν χρειαζόταν να εξηγώ το οτιδήποτε. Μοιραζόμασταν ήδη τα πάντα, τα ζούσαμε μαζί. Μελετούσαμε για τη σχολή και κάναμε πρόβες για το συγκρότημα. Εκείνος έπαιζε μπάσο κι εγώ πλήκτρα, κι ήταν πιο καλός από μένα, αληθινό ταλέντο. Εισέπραττε πρώτος τα συγχαρητήρια, όταν παίζαμε κάπου έξω, αλλά εγώ ποτέ δεν του έλεγα έναν καλό λόγο. Απλά χαιρόμουν που μπορούσα να καυχιέμαι για τα μαθήματα που περνούσα στις εξεταστικές και για τα κέικ που τους έψηνα κάθε τόσο.
Ήσουν πολύ καλός μπασίστας, φίλε ﮲ θέλω να του πω, έστω και τώρα.
«Παίζεις ακόμα μουσική;». Η ερώτησή μου ακούγεται άκαιρη, παράταιρη, αλλά τον κάνει να γελάσει.
«Δυστυχώς η οικογενειακή ζωή σε κρατάει πίσω σε κάτι τέτοια. Έχω το παλιό μου μπάσο στο πατάρι, το ξεσκονίζω πού και πού και χαζοπαίζω μερικές νότες, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Εσύ φτιάχνεις ακόμα γλυκά;» Γνέφω αρνητικά, καθώς το σχόλιο διασκορπίζεται στο δωμάτιο σαν κοσκινισμένη άχνη ζάχαρη. «Πάντως σίγουρα δεν τα τρως, γιατί φαίνεσαι πολύ αδυνατισμένος». Πρέπει να αλλάξω θέμα.
«Ξέρω ότι δεν έχω τηλεφωνήσει τόσο καιρό…» λέω και προσπαθώ να πάρω κουράγιο. Δεν έχω άλλη λύση, δεν γίνεται να μείνω στο δρόμο. Δεν μου αξίζει να μείνω στο δρόμο. «Τάκη, χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Απλώνω το χέρι μου και κρατώ το δικό του σφιχτά. Τον κοιτάζω κατάματα, πλησιάζοντας πιο κοντά στο πρόσωπό του.
«Τι συμβαίνει;» Κάνει μία κίνηση προς τα πίσω μηχανικά για να πάρει λίγο χώρο. Η έκφραση του είναι και πάλι ανήσυχη.
«Θα μπορούσα να κοιμηθώ εδώ απόψε;» ρωτάω κρατώντας σταθερό τον τόνο της φωνής μου. Εκείνος γουρλώνει τα μάτια. Παρατηρώ ότι τα χείλη του τρέμουν λιγάκι στη μία άκρη. Δεν είναι εμφανές, αλλά θυμάμαι αυτό το χαρακτηριστικό τικ όταν αγχώνεται ή νιώθει άβολα. Ίσως το είχα σχολιάσει κάποια μέρα.
«Εε… Περιμένουμε την πεθερά μου να έρθει για φαγητό σε λίγο…» Σηκώνεται όρθιος, τραβά το χέρι του από το δικό μου και πιάνει το ασύρματο. «Θα της τηλεφωνήσω».
Υπάρχουν και κάποια άλλα μέρη στα οποία θα μπορούσα να διανυκτερεύσω. Για ένα βράδυ μόνο κι αύριο βλέπουμε πάλι. Ίσως δοκιμάσω τις κοινωνικές υπηρεσίες ή ένα φτηνό δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ένα μονό κρεβάτι δίπλα σε καμιά δεκαριά άλλα, όπου θα κοιμούνται ταλαιπωρημένα, βρώμικα σώματα. Ή θα μπορούσα να βρω κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι και να κοιμηθώ ανάμεσα σε ξύλα που τρίζουν και σπασμένα παράθυρα. Δεν έπρεπε να είχα έρθει. Οτιδήποτε άλλο είναι προτιμότερο.
Εκείνη τη στιγμή, ανοίγει η πόρτα του μπάνιου και ξεπροβάλλει η Ελισάβετ. Σκουπίζει με μια πετσέτα τα μαλλιά της και φορά παντόφλες με λευκό γουνάκι. Εκ πρώτης όψεως, εκείνη δεν φαίνεται καθόλου αλλαγμένη. Με κοιτάζει καλά-καλά με δυσπιστία και πιάνει την μουσκεμένη πετσέτα στο δεξί της χέρι. Τη σφίγγει, για να μην πέσει στο παρκέ.
«Αλέξανδρε, εσύ είσαι;» αναφωνεί κι εγώ προσπαθώ να της χαμογελάσω.
***
Δύο ώρες περίπου αργότερα, είμαι ξαπλωμένος στον τριθέσιο καναπέ. Ο Τάκης έχει στρώσει καθαρό σεντόνι – είναι παιδικό, λίγο στενό με ένα χαρούμενο μοτίβο γαλάζια αρκουδάκια. Μου έχει φέρει και κουβέρτες. Το διαμέρισμα είναι σκοτεινό και ζεστό. Μόνο ένα μικρό φωτάκι τρεμοφέγγει στην πρίζα και τα καλοριφέρ δουλεύουν ασταμάτητα. Σκεπάζομαι ως το πρόσωπο.
Η ενδιάμεση, συρόμενη πόρτα είναι κλειστή και μιλάνε σιγά, αλλά μπορώ να ακούσω με ακρίβεια τι λένε. Η Ελισάβετ έχει ενοχληθεί πολύ που ήρθα απρόσκλητος. Όση ώρα τρώγαμε, μιλούσε ελάχιστα και είχε μία μόνιμη έκφραση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό της. Ανέφερε κάποια πράγματα για τα παιδιά, σηκώθηκε μερικές φορές, για να τα ταϊσει πατάτες ή για να πάρει κάποιο τουβλάκι που έβαζαν στο στόμα, ενώ αυτά έπαιζαν στο χαλί μπροστά μας. Αλλά αυτό ήταν όλο. Την υπόλοιπη ώρα καθόταν ασάλευτη στην καρέκλα και τσιμπούσε με το πιρούνι το κοτόπουλο στο πιάτο της χωρίς να το τρώει. Με άκουγε με ανασηκωμένο φρύδι όσο εγώ προσπαθούσα να εξηγήσω πώς έχω βρεθεί σε αυτή τη δυσμενή θέση.
«Δηλαδή τι θέλει να μας πει, για να καταλάβω… Ότι έλειπε τόσο καιρό στο εξωτερικό για δουλειές και τώρα γύρισε και αντί να πάει οπουδήποτε αλλού, αποφάσισε να ξανασυνδεθεί με το παρελθόν του;»
«Ναι, αυτό είπε. Ίσως θέλει να επανορθώσει, μην είσαι τόσο σκληρή μαζί του». Ο Τάκης προσπαθεί να με υπερασπιστεί κι εγώ αισθάνομαι τον κόμπο στο λαιμό να μεγαλώνει και να με πνίγει.
«Δεν είπε αυτό. Είπε ότι θέλει να μείνει εδώ μέχρι να τακτοποιηθεί πάλι στο σπίτι του. Αλλά δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα, ρε συ Τάκη. Εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και περιμένει να τον λυπηθούμε;» Η σκληρή φωνή της μου φέρνει στο μυαλό όσα έλεγε παλιότερα. Δε συγχωρεί. Δεν είναι άνθρωπος που συγχωρεί. Τους ξέγραψα μία φορά, με ξέγραψε κι εκείνη για πάντα.
«Δεν έχεις άδικο, αγάπη μου, αλλά δεν γίνεται να τον αφήσω έτσι, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Και η Μιράντα πού είναι; Θέλεις να πιστέψω ότι έμεινε στη Βαρκελώνη, ή όπου αλλού ήταν, ήρθε ο Αλέξανδρος μόνος του εδώ κι εκείνη θα έρθει σε δεύτερο χρόνο;» Χρησιμοποιεί τις λέξεις που είπα με ειρωνεία, σαν να είναι ανούσιες, ανάξιες σεβασμού. Επικρατεί σιγή για λίγο. «Κάτι δεν μου κολλάει, Τάκη. Κάτι δεν πάει καλά, να είσαι σίγουρος».
Ξεσκεπάζομαι αθόρυβα και στέκομαι όρθιος. Πάω ήσυχα προς τη μπαλκονόπορτα και κοιτάζω το θολωμένο τζάμι. Στην άκρη έχει πιάσει χιόνι. Μικρές νιφάδες χορεύουν στο κίτρινο φως της λάμπας. Μερικές τις παρασέρνει ο άνεμος, άλλες λιώνουν θλιμμένα στην άσφαλτο. Η ανάσα μου σχηματίζει διάφανους, ομόκεντρους κύκλους, διαλύοντας στιγμιαία την θαμπάδα.
Σκέφτομαι τη χαρά των παιδιών όταν ξυπνήσουν και δουν έξω. Τα πρόσωπα και τις μικρές παλάμες τους κολλημένα στο τζάμι. Τους γονείς τους να χαμογελούν και να τα τυλίγουν με κασκόλ και σκουφιά, για να βγουν έξω. Τα μισάνοιχτα πακέτα δημητριακών στο τραπέζι της κουζίνας.
Και μετά σκέφτομαι τον εαυτό μου. Ένας κομπάρσος που απ’ την άκρη του πλάνου, ρίχνει κρυφά βλέμματα στους ηθοποιούς να ξετυλίγουν με αυτοπεποίθηση τους ρόλους τους.
Δάκρυα είναι αυτά στα μάτια σου, Αλέξανδρε; Δεν κλαίνε αυτοί που πετυχαίνουν! Αλλά έτσι όπως τα κατάφερες, κλάψε. Δε σου έμεινε και τίποτε άλλο να κάνεις.
Δεν τους χρειάζομαι. Δεν χρειάζομαι φίλους. Ούτε σχέση, ούτε οικογένεια. Θα ξαναφτιάξω απ’ την αρχή τη ζωή μου, όπως φτιάχνει κανείς γλυκά. Θα ανοίξω ένα καινούριο ζαχαροπλαστείο που θα ονομάσω έτσι για πλάκα «Ε(υ)φορία» και εκεί θα πλάθω τις ζύμες μου και θα μυρίζω ολόκληρος μοσχοκάρυδο. Και οι πελάτες θα με ρωτούν ποιος με βοήθησε σε όλο αυτό κι εγώ θα απαντώ: «Κανένας, μόνος μου τα έκανα όλα».
Και θα πάω στο χωριό μια μέρα και χωρίς να ντραπώ θα φωνάξω δυνατά ότι δεν είμαι ούτε λογιστής, ούτε στέλεχος, ούτε κι έχω ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό. Και θα δώσω σε όλους να δοκιμάσουν τάρτα μήλου και τσουρέκι και οι γέροι μου θα ‘ναι ακόμα περήφανοι και δε θα τους νοιάζει τίποτε άλλο πέραν της ευτυχίας του γιου τους.
Κι η Μιράντα; Κι η Μιράντα θα δει ότι δεν είμαι πια αυτό το άθλιο προσωπείο, αλλά έχω ξαναγίνει Άνθρωπος με ταυτότητα. Θα πηγαίνω τον Μίσα βόλτα και δεν θα πετάω βρώμικα ρούχα στο πάτωμα. Θα πηγαίνουμε και πάλι να βλέπουμε χαζές αστυνομικές κομεντί στο θέατρο και θα γελάμε και μετά θα τρώμε μακαρονάδες με πέστο στην πιτσαρία που τόσο της αρέσει. Όλα αυτά που κάναμε πριν η ζωή μου ξεκινήσει να καταρρέει. Ίσως μια μέρα ξεχάσει όσα της είπα εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που προσπάθησε να επανορθώσει, αλλά εγώ αρνήθηκα.
Δεν δέχτηκες τη συγγνώμη μου. Δεν με δέχτηκες πίσω. Τι ήθελες να κάνω, Αλέξανδρε; Την ακούω να μιλάει μέσα στο κεφάλι μου, αλλά ξέρω ότι έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο.
Όταν όλα πήγαιναν στραβά, όταν είχα χάσει τα πάντα, είχα μόνο εκείνη. Και εκείνη έφυγε. Δεν άντεχε να μοιραστεί τη δυστυχία μου, είπε πως η κατάσταση την έθλιβε. Την έθλιβε. Εγώ υπέφερα, όμως εκείνη δεν μπορούσε να συμβιώσει με τη δυστυχία. Όταν γύρισε ήταν τόσο αργά πλέον.
Είπες πως έχεις προχωρήσει, δε με χρειαζόσουν πλέον στη ζωή σου. Μου ζήτησες να μη σε ενοχλήσω ξανά.
Κι αυτό έκανε. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν με ενόχλησε ξανά κανείς τους. Γιατί όταν τα πράγματα πάνε καλά, στα εγκαίνια του ζαχαροπλαστείου σου, στο γάμο σου, όλοι είναι εκεί. Τσουγκρίζετε ποτήρια, αγκαλιάζεστε, γελάτε. Όμως ποιος είναι εκεί τα βράδια που δεν σε παίρνει ο ύπνος από το φόβο; Τα βράδια που παραπατάς από το αλκοόλ﮲ το μόνο σου στήριγμα; Ποιος είναι εκεί όταν δεν έχεις το κουράγιο να καθαρίσεις το σπίτι σου ή να ψάξεις για νέα δουλειά; Κανείς δεν είναι. Γιατί κανείς δεν θέλει να περιβάλλεται από θλίψη.
Και έτσι μένετε μόνοι οι δυο σας. Εσύ κι αυτή η μυρωδιά κλεισούρας.
Με λεπτές κινήσεις, ακροπατώντας, διασχίζω το σαλόνι και φτάνω στην εξώπορτα. Κρατώντας την ανάσα μου, βγαίνω έξω στην κρύα νύχτα.
***
Έχω κουλουριαστεί σε ένα παγκάκι. Δεν ξέρω αν σκέφτομαι ή ονειρεύομαι, αλλά το μέρος μου ξυπνά θαμμένες μνήμες. Εκεί γύρω περπατούσαμε συχνά μαζί με τη Μιράντα. Κάναμε ατελείωτες βόλτες και μιλούσαμε για το μέλλον.
Τα άκρα μου δεν τα νιώθω. Έχουν μουδιάσει απ’ το κρύο. Και δεν ξέρω αν με τσακίζει περισσότερο αυτό που επικρατεί στην ατμόσφαιρα ή αυτό που έχει κατακάτσει μέσα μου.
Ένα πρεζάκι περνά από δίπλα μου τρεκλίζοντας και με κοιτά με βλέμμα που φεύγει στο άπειρο. Είμαι έτοιμος να τιναχτώ επάνω, αλλά αυτός κρατά απόσταση και απλώνει προς το μέρος μου ένα πακέτο τσιγάρα. Παίρνω ένα και το ανάβω.
«Ωραία η ζωή στην εξοχή» λέει μέσα απ’ τα δόντια του, τραγουδιστά. Είναι μάταιο να ρωτήσω τι εννοεί. «Είμαστε ελεύθεροι, κανείς δεν επεμβαίνει».
«Όπως τα λες, φίλε μου».
Ο καπνός από το τσιγάρο περιστρέφεται γύρω μου κι εγώ αρχίζω να συνηθίζω στην ιδέα ότι τώρα το πουθενά είναι το σπίτι μου.
***
Αργά μέσα στη νύχτα, μία φιγούρα έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Στην αρχή στέκεται από πάνω μου και με κοιτά. Πανικοβάλλομαι. Θα βγάλει μαχαίρι, θα μου πάρει τα λίγα χρήματα που έχω και μετά θα με σκοτώσει. Έτσι για πλάκα. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν τέτοια ώρα είναι δύο ειδών﮲ αυτοί που ψάχνουν το επόμενο θύμα τους κι αυτοί που θα αποτελέσουν το θύμα πολύ σύντομα.
Στο μπερδεμένο μυαλό μου ξεπετάγονται όλες οι ιστορίες και οι ειδήσεις για πτώματα μέσα σε κάδους ή σε εγκαταλελειμμένα κτήρια. Ίσως το να με σκοτώσει, βέβαια, με απαλλάξει από όσα πρόκειται να ζήσω από δω και πέρα. Αυτή η σκέψη με ανακουφίζει.
Η σκοτεινή φιγούρα είναι ακόμη εδώ κι εγώ δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Κουλουριάζομαι να γίνω ένα με το ξύλινο παγκάκι. Παρατηρώ με μισάνοιχτα μάτια, να διακρίνω κάτι παραπάνω από μια σκιά. Πλησιάζει πιο κοντά και βλέπω να διαγράφονται μακριά, σκουρόχρωμα μαλλιά.
Όταν κάθεται δίπλα μου, μυρίζω βανίλια. Ένα αισθησιακό, γνώριμο άρωμα βανίλιας. Με κόπο προσπαθώ να ανασηκωθώ, αλλά αισθάνομαι τα μέλη του σώματός μου βαριά και άκαμπτα, φτιαγμένα από πάγο. Οι κλειδώσεις μου τρίζουν, πονάνε, οπότε δεν μετακινούμαι σχεδόν καθόλου και την κοιτάζω από κει, ξαπλωμένος, σαν να είναι μονάχα ένα πλάσμα που ζει στο όνειρό μου και τίποτε παραπάνω.
Το πρόσωπο της γυναίκας είναι στραμμένο προς το μέρος μου. Δεν έχει πει ούτε μία λέξη, όμως τα σώματά μας έχουν συνομιλήσει. Έχουν πει πολλά, έχουν αποκαλύψει πολλά που ίσως έμεναν για πάντα ανείπωτα.
«Γιατί, Αλέξανδρε;» με ρωτά ξαφνικά. Η φωνή της είναι σιγανή, θλιμμένη. Δεν απαντώ, το βλέμμα μου στρέφεται στα λασπωμένο, υγρό έδαφος. «Γιατί;» επαναλαμβάνει.
«Δεν…» ξεκινώ να πω κάτι, αλλά δεν υπάρχουν λέξεις. Κρατώ ασυναίσθητα την ανάσα μου, δεν μπορώ να την κοιτάξω, δεν μπορώ να παραδεχτώ την αλήθεια.
«Την ημέρα που γύρισα σε σένα, φαινόσουν καλά. Δεν μύριζες αλκοόλ όπως συνήθως. Με κοίταγες στα μάτια, μου έλεγες ότι όλα έχουν φτιάξει πια».
Δεν θέλω να ακούσω άλλα, κουνάω νευρικά το κεφάλι μου πέρα δώθε. Μία τούφα απ’ τα μαλλιά μου έχει κολλήσει πάνω στο υγρό μου μάγουλο.
«Δεν ήμουν καλά» ψιθυρίζω. Το λεπτό χέρι της αγγίζει την πλάτη μου. Αισθάνομαι το σημείο να διαχέει ζεστασιά σε όλο το κορμί μου, μου φέρνει ρίγος. «Τίποτα δεν είχε φτιάξει. Απλά δεν ήθελα να με λυπάσαι. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με λυπάται».
Γνέφει συμπονετικά. Με χαϊδεύει με πολύ μικρές κινήσεις κι εγώ κλείνω τα μάτια. Το χιόνι όσο πάει αυξάνεται, πλέον δεν βλέπεις καλά-καλά μπροστά σου.
«Ξέρεις για το σπίτι;» ρωτάω. Διστάζει για μια στιγμή, μένει και πάλι ακίνητη. Είναι μια μορφή ονειρική, θαμπή. Σαν να βρίσκεται εδώ, αλλά ταυτόχρονα να βρίσκεται σε ένα άλλο μέρος, κάπου με λιακάδα.
Σηκώνεται όρθια και νιφάδες στροβιλίζονται γύρω της. Με πιάνει τρόμος. Φοβάμαι ότι θα φύγει, ότι θα με αφήσει πάλι μόνο. Όμως εκείνη κάνει μία κίνηση με το κεφάλι της και μου χαμογελάει αμυδρά.
«Έλα, πάμε».
Τέλος.
Παπουτσογιαννοπούλου Μαρία
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου