Διήγημα: Προσοχή στο κενό

 Στάση Garibaldi. Μία πριν το Port Lympia, τον τερματικό σταθμό.

Η γυναικεία φωνή απ’ τα μεγάφωνα με καθαρή, γαλλική προφορά ανήγγειλε την άφιξη του τρένου. Η Αλίκη έκλεισε το βιβλίο της και βγήκε απ’ το βαγόνι ρίχνοντας αμήχανες ματιές τριγύρω. Στην αποβάθρα όλοι οι ήχοι έκαναν αντίλαλο. Πόρτες έκλειναν προκαλώντας έναν εκκωφαντικό ήχο. Άνθρωποι μιλούσαν δυνατά στα κινητά τους και μπορούσες να ακούσεις με κάθε λεπτομέρεια τις συνομιλίες τους. Στα καθίσματα λίγο πιο πέρα δύο νέοι φιλιούνταν, αδιαφορώντας για ό,τι συνέβαινε γύρω τους. Η Αλίκη έστρεψε αμέσως το βλέμμα της μακριά τους, ευθεία μπροστά.

Οι κυλιόμενες σκάλες του μετρό κατέληγαν σε μία στρογγυλή πλατεία. Ακριβώς στο κέντρο έστεκε μία σύνθεση από μαρμάρινα λιοντάρια και γυναικείες φιγούρες. Στην κορυφή η επιβλητική φιγούρα του Giuseppe Garibaldi. Ευθυτενής, με ένα ξίφος στο χέρι ατένιζε το μέλλον.

Η Αλίκη έκανε μερικά δειλά βήματα, σέρνοντας τη βαλίτσα της. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή και υγρασία κολλούσε πάνω στο δέρμα της. Η Νίκαια την υποδεχόταν ψυχρή και αναπάντεχα κρύα.

Ο κόσμος τριγύρω βρισκόταν σε μία αέναη κίνηση  ζωντανός, εύθυμα θορυβώδης. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε εξεταστικά, προσπέρασε την πλατεία και σταμάτησε σε μία ανδρική φιγούρα στην άλλη άκρη. Μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα και το σώμα της ολόκληρο κλονίστηκε, άρχισε σχεδόν να τρέμει. Είδε το στητό κορμί, τις έντονες πλάτες που διαγράφονταν κάτω από το ύφασμα της μπλούζας. Φυσούσε παγωμένος αέρας, αλλά αυτός δεν φορούσε πανωφόρι.

«Όχι, δεν μπορεί να είναι αυτός». Σαν κάποιος να την έσπρωξε, κινήθηκε άτσαλα προς το μέρος του, παραπάτησε. Ήθελε να του φωνάξει να πλησιάσει, αλλά έπρεπε να τον αφήσει να φύγει μακριά.

Ο άνδρας βάδιζε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν κοιτούσε γύρω του, μόνο ευθεία μπροστά το δρόμο, ώσπου χάθηκε εντελώς. Εκείνη δεν είχε δει το πρόσωπό του, παρακολούθησε, όμως, με το βλέμμα την πορεία του.

«Δεν μπορεί να ήταν αυτός». Κούνησε απότομα το κεφάλι της, σαν να μπορούσε με μιας να απαλλαγεί απ’ όλα όσα είχαν συμβεί.

Τώρα όλα περνούσαν μπροστά της μέσα από το πρίσμα ενός ονείρου. Οι άνθρωποι που περιφέρονταν με άνεση, τα μπαρόκ κτήρια με τα μικροσκοπικά μπαλκόνια σε κάθε γωνία, τα στενά δρομάκια που έμοιαζαν να μην καταλήγουν πουθενά. Όλα αυτά της έφερναν ζαλάδα. Και ήταν σίγουρο ότι θα χανόταν κάπου στο εσωτερικό της πόλης. Η μητέρα της πάντα έλεγε ότι δεν είχε γεννήθηκε με αυτή την εσωτερική πυξίδα που κατευθύνει το σώμα ενστικτωδώς στο σωστό δρόμο.

Το διαμέρισμα ήταν στο δεύτερο πάτωμα ενός παλιού κτηρίου της Rue Droite, ενός στενού δρόμου με πανομοιότυπα σπίτια στη σειρά που άγγιζαν αδέξια το ένα το άλλο. Αμέσως μόλις άνοιξε την πόρτα, πρόσεξε το μεγάλο παράθυρο στη μία άκρη του καθιστικού που έβλεπε στα απέναντι μπαλκόνια. Φαντάστηκε κάποιον να βγαίνει για να ποτίσει τις γλάστρες και να βρίσκεται τόσο κοντά που θα μπορούσε να αγγίξει απλώνοντας το χέρι του τα παντζούρια της. Ίσως και να μπει στο δωμάτιο.

Ο χώρος δεν είχε καμία σχέση με το σπίτι στο Μαρούσι. Πέρα από το ενιαίο καθιστικό-κουζίνα, υπήρχε ένα υπνοδωμάτιο όπου στριμωχνόταν ένα ημίδιπλο κρεβάτι και ένα σκοτεινό μπάνιο. Ο Άρης θα έδειχνε με κάθε τρόπο τη δυσφορία του, αν έπρεπε να μείνει εκεί. Πιθανότατα θα απαντούσε με απάθεια σε οτιδήποτε του έλεγε η Αλίκη και εν τέλει θα έπεφτε για ύπνο με γυρισμένη πλάτη.

Στο υπνοδωμάτιο, δίπλα στο κρεβάτι, ήταν κρεμασμένος ένας ολόσωμος καθρέφτης και αφού τον ίσιωσε λιγάκι απ’ τη μία του άκρη, κοντοστάθηκε παρατηρώντας το είδωλό της. Αντίκρισε το κουρασμένο και κάπως πρησμένο της πρόσωπο  η χθεσινή αυπνία το είχε σημαδέψει.

Έλυσε τα μαλλιά της, να πέσουν χαλαρά στους ώμους της. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον καθρέφτη και έφερε το χέρι στο γλουτό της. Το στενό, βαμβακερό ύφασμα τεντωνόταν γύρω από το δέρμα της, σχημάτιζε μία καμπύλη στο κάτω μέρος της κοιλιάς.

Ήταν σαν να είχε σφηνώσει σε λάθος ρούχα, σε ρούχα που βροντοφώναζαν  ότι είναι φτιαγμένα για πιο καλλίγραμμες κοπέλες. Ήξερε ότι αυτή η στενή φούστα δεν της πήγαινε, ότι τόνιζε την περιφέρειά της. Ένα τζιν παντελόνι, ελαστικό, θα ήταν μία πιο συνετή επιλογή. Άνοιξε τη βαλίτσα της για να φορέσει κάτι άλλο. Είδε εκεί, κάτω από μερικά πουλόβερ, το μαύρο φόρεμα που είχε φορέσει τα περασμένα Χριστούγεννα και αναρωτήθηκε γιατί το είχε πάρει μαζί της. Δεν σκόπευε να το φορέσει ποτέ ξανά. Χάιδεψε την άκρη του υφάσματος πριν το παραμερίσει.

Δεν έφταιγαν, όμως, τα ρούχα. Αυτό το σώμα ήταν που τα προκαλούσε όλα. Αυτό το σώμα που δεν ζητούσε τίποτε άλλο πέρα από γλυκά, αλκοολούχα ποτά και καφεΐνη. Αυτό ήταν που προκάλεσε όλα τα υποτιμητικά του βλέμματα, όλες τις αμήχανες σιωπές μεταξύ τους. Τα πράγματα ίσως είχαν πάρει άλλη τροπή αν ήταν πιο ελκυστική.

Το στομάχι της πονούσε και της έφερνε αναγούλα. Το σώμα της αντιδρούσε, έκανε απτό το άυλο, μεταμόρφωνε τις αποκαρδιωτικές σκέψεις σε οδυνηρές αισθήσεις. Τρεκλίζοντας πήγε στο μπάνιο και έκανε εμετό.

 

***

Στάση Μαρούσι.

Παγωμένος άνεμος όρμησε επάνω στην Αλίκη, καθώς έβγαινε από τον προστατευμένο χώρο του μετρό. Έσφιξε τον γιακά του παλτού γύρω από το λαιμό της και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, σαν να μπορούσε αυτή η μικρή κίνηση να φέρει πίσω το καλοκαίρι.

Το σπίτι της απείχε περίπου πέντε λεπτά από εκεί και σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Ήταν μία ενδιάμεση στιγμή, λίγος κενός χρόνος ανάμεσα στο πηγαινέλα των εργαζομένων. Ενώ περπατούσε, σκεφτόταν τα μεγάλα παράθυρα του σαλονιού της που έβλεπαν στο πάρκο απέναντι, το γυαλισμένο μωσαϊκό και τα μαρμάρινα έπιπλα μπάνιου. Όλα παράταιρα, αριστοκρατικά, ξένα. Τόσο διαφορετικά απ’ τη φοιτητική εστία που είχε συνηθίσει.

Κοίταξε γύρω της τον άδειο δρόμο. Το Μαρούσι έμοιαζε ήσυχο και αχανές. Όπως και το σπίτι. Μακριά απ’ όλα και απ’ όλους.

Ήταν, όμως, ο Άρης εκεί και φαινόταν ευχαριστημένος. Της είπε ότι θα έκαναν ένα σταθερό βήμα μαζί. Μόνο οι δυο τους.

Γύρισε το κλειδί στην βαριά εξώπορτα και κρέμασε το παλτό της στον καλόγερο από πίσω. Άφησε τις σακούλες που κρατούσε στο πάτωμα, για να βγάλει τα παπούτσια της. Τα στοίχισε ακριβώς στη γωνία που σχημάτιζε ο τοίχος. Έπρεπε να σεβαστεί τη δυσφορία που του προκαλούσαν τα πεταμένα πράγματα τριγύρω.

«Αλίκη;»

Στο άκουσμα του ονόματός της, γύρισε απότομα. Ο Άρης ακουμπούσε ελαφρά στον τοίχο του διαδρόμου και την κοιτούσε. Παρατήρησε τις σφιγμένες γροθιές του και έριξε ένα ένοχο βλέμμα στα γυμνά της πόδια. Είχε συμβεί κάτι; Του χαμογέλασε, πασχίζοντας να δείχνει άνετη.

«Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τόσο νωρίς» του είπε και κράτησε την ανάσα της, ενώ ίσιωνε το μανίκι απ’ το κρεμασμένο παλτό.

«Έφυγα νωρίτερα από την εταιρεία. Με ποιον ήσουν, εσύ;». Αυτή η μικρή αθώα ερώτηση ειπώθηκε σαν κατηγορία. Την έκανε να τραυλίσει.

«Είχα πάει να πάρω κάποια βιβλία απ’ το κέντρο» είπε απολογητικά και έδειξε αυτόματα τις σακούλες που είχαν τυπωμένο πάνω το σήμα του βιβλιοπωλείου.

«Για τη σχολή;». Την κοίταζε με μάτια που γυάλιζαν στο φως της λάμπας. «Υποτίθεται ότι θα σταμάταγες να πηγαίνεις σε αυτό το άθλιο πανεπιστήμιο. Σου αξίζει κάτι καλύτερο».

«Βιβλία λογοτεχνικά ήθελα να πω». Στεκόταν απέναντί του σαν παιδί που το έπιασαν στα πράσα και από στιγμή σε στιγμή θα το έστελναν τιμωρία στο δωμάτιό του.

«Δείξ’ τα μου».  

Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ένα κενό λεπτό της ώρας. Ο Άρης είχε σταυρώσει τα χέρια του και περίμενε εντελώς ακίνητος, μαρμαρωμένος. Κάτι απειλητικό, αποπνικτικό πλανιόταν στο διάδρομο. Κάτι που έκανε την Αλίκη να θέλει να ανοίξει και πάλι την πόρτα και να βγει έξω για να μπορέσει να αναπνεύσει.

«Δεν με πιστεύεις; Ότι αγόρασα βιβλία;». Έκανε βήματα προς τα πίσω, έτοιμη να αμυνθεί, να προστατεύσει τον εαυτό της. Ο Άρης εξακολουθούσε να την κοιτάζει επίμονα, όμως δεν την πλησίαζε. Ακουγόταν μονάχα ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο λίγο πιο πέρα και οι αμυδρές κινήσεις της Αλίκης.   

«Μην κάνεις έτσι» της είπε με αυστηρή, αλλά οικεία φωνή. «Απλά πρέπει να μου λες πού πηγαίνεις. Πάντα. Νόμιζα ότι ήσουν σπίτι και με περίμενες». Όταν άνοιξε μία απ’ τις σακούλες, τα χέρια του δεν ήταν σφιγμένα. «Η Ταυτότητα, Μίλαν Κούντερα» διάβασε τον τίτλο του ενός βιβλίου σουφρώνοντας τα χείλη του. «Για τι πράγμα μιλά;»

Η Αλίκη δεν μπορούσε να θυμηθεί για τι πράγμα μιλούσε. Έμεινε να αναρωτιέται τι είχε μόλις συμβεί ανάμεσά τους και αν είχε όντως συμβεί κάτι. Ίσως η γυναικεία φύση της, η ροπή της προς την υπερβολή να μην την άφηνε να δει καθαρά. Ο Άρης έδειχνε ενδιαφέρον, ήθελε να συμμετέχει ενεργά στη ζωή της, ανησυχούσε, ήταν ερωτευμένος. Στο κάτω-κάτω, ήταν λάθος να μην τον ειδοποιήσει ότι δε θα την έβρισκε σπίτι.

«Σ’ αγαπώ πολύ Αλίκη, δε θέλω να σου συμβεί κάτι» της είπε και την αγκάλιασε από τους ώμους. «Παρεμπιπτόντως, μου αρέσει αυτό το τζιν. Σε μαζεύει».

 

***

Στάση Port Lympia, τερματικός σταθμός.

Είχε περάσει περίπου μία εβδομάδα στη Γαλλία και όλα ήταν κάπως πιο ξεκάθαρα στο μυαλό της. Τα μπερδεμένα στενάκια, οι φοίνικες στην αποβάθρα της πόλης, η τραγουδιστή φωνή που ανακοίνωνε τους σταθμούς στο μετρό… όλα είχαν αρχίσει να γίνονται μέρος της καθημερινότητάς της. Όμως, τα βράδια εξακολουθούσαν να είναι δύσκολα. Ήταν η ώρα που όλες οι σκέψεις της αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι της, που όλα όσα είχε ζήσει τον περασμένο χρόνο εμφανίζονταν μπροστά της σαν παλιές, ασπρόμαυρες ταινίες. Καμιά φορά χωρίς καθόλου ήχο. Μόνο ένας ξέφρενος καταιγισμός από άχρωμες εικόνες.

Είχε δει κι έναν εφιάλτη. Ο Άρης κι εκείνη σε ένα λούνα παρκ, από αυτά τα μικρά που δεν έχουν μόνιμη θέση και εμφανίζονται απροσδόκητα κάπου κοντά στις γιορτές. Είχε δει τους δύο τους καθισμένους στη θεόρατη ρόδα, να παρακολουθούν τον κόσμο από ψηλά, να κάνουν αστεία και να χασκογελάνε με το παραμικρό. Ο Άρης κάτι της έδειχνε τείνοντας το δάχτυλό του και κάθε τόσο την κοιτούσε μέσα στα μάτια με λατρεία.

«Πες μου πόσο με αγαπάς, Αλίκη» της είχε πει και η φωνή του είχε ακουστεί πεντακάθαρα, σαν να της ψιθύριζε δίπλα της στο κρεβάτι. «Πες το μου δυνατά, θέλω να το ακούσω. Πες μου ότι θα γεράσουμε μαζί».

Εκείνη δεν μπορούσε να προφέρει ούτε μία λέξη. Ήταν από εκείνα τα όνειρα που σε ακινητοποιούν, που σε καθιστούν παντελώς ανίκανο να αντιδράσεις σε ό,τι συμβαίνει. Βλέπεις τον εαυτό σου καθηλωμένο, ενώ υποσυνείδητα ξέρεις ότι αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα. Αλλά την ίδια στιγμή αναρωτιέσαι μήπως θα μπορούσε να συμβαίνει.

Το πρόσωπο του Άρη είχε παραμορφωθεί, τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί. Το αριστερό του μάτι τρεμόπαιξε, ενώ το χαμόγελό του είχε παραμείνει καρφιτσωμένο, τρομακτικά ακίνητο στην προηγούμενη θέση του. Ο τρόμος που αισθανόταν η Αλίκη προκαλούσε σπασμούς στο κοιμισμένο σώμα της.

«Ηλίθια» ακούστηκε σαν βρυχηθμός από το μισάνοιχτο στόμα του. «Τα κατέστρεψες όλα. Θα μπορούσαμε να είχαμε φτιάξει μαζί μία οικογένεια που όλοι θα ζήλευαν».

«Ηλίθια, ηλίθια! Τα κατέστρεψες όλα!» ηχούσε από τα ηχεία του λούνα παρκ, ενώ η Αλίκη έπεφτε από τη ρόδα.

 

***

Στάση Ακρόπολη.

Στον τελευταίο όροφο του Athens Gate Hotel, τo βράδυ των Χριστουγέννων όλα τα τραπέζια ήταν κλεισμένα. Ολόκληρη η αίθουσα ήταν στολισμένη με μία μίνιμαλ διακόσμηση που έδινε την αίσθηση ελαφρά χιονισμένου τοπίου. Ένα λευκό χριστουγεννιάτικο δέντρο βρισκόταν στη μία άκρη.

Ο σεφ είχε σχεδιάσει ένα ειδικό μενού για την περίσταση και πέραν του λευκού κρασιού που είχαν παραγγείλει, η Αλίκη και ο Άρης είχαν μπροστά τους από ένα ποτήρι σαμπάνια. Ανάμεσα τους τρεμόπαιζε ένα κερί. Το απαλό κίτρινο φως του έδινε μία άλλη όψη στα πράγματα. Ατμοσφαιρική, αλλά και απόκοσμη. Θα περίμενες να μυρίσεις κάποιο διακριτικό άρωμα καθώς καιγόταν, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τόσο άοσμο, όσο και η βραδιά τους εκεί.

Το τραπέζι που είχε κλείσει ο Άρης ήταν το γωνιακό αριστερά και απ’ τη δική του θέση έβλεπε ευθεία μπροστά την ολόφωτη Ακρόπολη. Η Αλίκη καθόταν ακριβώς απέναντί του και από κει μπορούσε να δει τους μάγειρες να δουλεύουν μεθοδικά πίσω από τη τζαμαρία.

«Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου» ευχήθηκε, ενώ έτεινε το μισογεμάτο ποτήρι του προς το μέρος της.

«Καλά Χριστούγεννα» απάντησε εκείνη τσουγγρίζοντας το δικό της προσεκτικά, αθόρυβα. «Όλα είναι υπέροχα». Η φράση βγήκε αβίαστα, αλλά άνευρα, τυπικά, χωρίς διακυμάνσεις. Πιο πολύ επειδή κάτι τέτοιο ταίριαζε να ειπωθεί εκείνη τη στιγμή, επειδή θα ήθελε να είναι όλα υπέροχα. Δεν το έκανε επίτηδες , αλλά υπήρχε κάτι εκεί… κάτι στη συμπεριφορά του που δεν ταίριαζε πάντοτε.

Ο Άρης έγνεψε και το βλέμμα του ταξίδεψε έξω απ’ τα μεγάλα τζάμια που τους περιέβαλλαν αμφιθεατρικά. Ίσιωσε την πλάτη του και έπιασε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. Το σώμα της σφίχτηκε και ένιωσε λες και ήταν η πρώτη φορά που την άγγιζε. Η αφή του ήταν σαν ηλεκτρισμός. Αυτό της συνέβαινε πάντα μαζί του. Ίσιωσε κι εκείνη την πλάτη της και χαμογέλασε συγκρατημένα.

«Σου πάει πολύ αυτό το φόρεμα, ήταν καλή επιλογή» σχολίασε ο Άρης. Το είχε διαλέξει ειδικά για εκείνη, ειδικά για την περίσταση. Μαύρο για να μην την τονίζει. Λίγο στενό στο μπούστο, αλλά με ψηλή λαιμόκοψη, για να μην φαίνεται προκλητικό. «Και να φανταστείς ότι ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι γυναίκες με καμπύλες».

Η Αλίκη πρόσεξε πόσο χώρο έπιαναν οι μηροί της στην καρέκλα. Ξεροκατάπιε. Το κινητό της δονήθηκε στην τσάντα της, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση. Ήταν σίγουρα μήνυμα από τη μητέρα της. Θα ρωτούσε αν θα πήγαιναν αύριο να φάνε μαζί τους. Τουλάχιστον αύριο. Ανήμερα Χριστουγέννων. Αναρωτήθηκε τι να έτρωγαν οι γονείς της εκείνη τη στιγμή. Συνήθως τέτοιες μέρες η μητέρα της έφτιαχνε γεμιστό κοτόπουλο με πατάτες και μανιταρόπιτα με μπέικον.

Εκείνη τη στιγμή, μια καλοντυμένη σερβιτόρα τους παρουσίαζε το ορεκτικό. Βελουτέ σούπα κολοκύθας με πιπερόριζα, sour creme και φουντούκι. Ο Άρης παρακολουθούσε τις κινήσεις της, αλλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνηση στο ύφος του. Μόνο οι αποτυχημένοι καταλήγουν να κάνουν τέτοιες δουλειές.

«Ας φάμε επιτέλους. Για καλό εστιατόριο άργησαν πολύ να μας φέρουν το πρώτο πιάτο». Τα λόγια του επίτηδες ειπώθηκαν πριν απομακρυνθεί η σερβιτόρα από το τραπέζι τους. Φάνηκαν να κλονίζουν για μια στιγμή το σταθερό της βήμα, αλλά συνέχισε τη δουλειά της, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους. Εκείνος βύθισε το κουτάλι του και δοκίμασε. Φάνηκε αρκετά ικανοποιημένος και έγνεψε στην Αλίκη να τον μιμηθεί.

«Πολύ νόστιμο» σχολίασε εκείνη. Η σούπα ζέστανε το λαιμό της, όμως δεν αρκούσε για να διαλύσει τον κόμπο που υπήρχε εκεί. Ήθελε από ώρα να συζητήσει κάτι μαζί του, αλλά δίσταζε. Τέτοιες μέρες δεν είναι ιδανικές για σοβαρές συζητήσεις. Και σίγουρα όχι για καβγάδες. Τον φαντάστηκε να μισοκλείνει τα μάτια, να σφίγγει τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι και να λέει «Θα το συζητήσουμε στο σπίτι». Η βραδιά θα καταστρεφόταν ακαριαία και θα έφταιγε εκείνη όπως συνήθως. Εκείνη που δεν είχε καταλάβει ακόμη πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πεις κάτι. Και κυρίως πότε δεν ήταν.

«Σκεπτική μου φαίνεσαι. Έχει γίνει κάτι που θα έπρεπε να ξέρω;». Η κάθε λέξη του τη γέμιζε άγχος. Δεν έπρεπε να καταστρέψει σε καμία περίπτωση την βραδιά τους. Όχι σήμερα που όλα ήταν τόσο όμορφα.

«Όλα είναι εντάξει, μην ανησυχείς».

«Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Κάτι μου κρύβεις». Ένταση σιγόβραζε μέσα του την έβλεπε στα τσιτωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, στη ρυτίδα που σχηματιζόταν ανάμεσα στα φρύδια του. Είχε αρχίσει να σφίγγει το χέρι της που πριν χάιδευε απαλά.

«Με συγχωρείς αν…» Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από το δικό του, αλλά εκείνος το έσφιξε περισσότερο.

«Βγαίνεις με άλλον;» πρόφερε ανάμεσα στα σφιγμένα του δόντια. Η Αλίκη έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, στο μεσήλικο ζευγάρι που καθόταν στο μπροστινό τραπέζι. Χαμογελούσαν και έτρωγαν με μικρές μπουκιές το ορεκτικό τους.

«Μπορείς να ηρεμήσεις, σε παρακαλώ;»

«Εσύ μου το προκαλείς αυτό, Αλίκη. Δεν είμαι τρελός. Συνέχεια με φέρνεις στα όριά μου. Με το να κάθεσαι έτσι χωρίς να μιλάς. Χωρίς να είσαι παρούσα». Οι φράσεις του ήταν κοφτές. Σε κάθε τελεία ο εκνευρισμός του φούντωνε. «Μόνο κάποιος ένοχος θα κρατούσε αυτή τη στάση».

«Σκεφτόμουν απλά… Ήθελα να συζητήσουμε». Σταμάτησε. Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει, είχε στερέψει από λέξεις. Ο Άρης περίμενε με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του να κάνουν ανεπαίσθητες σπασμωδικές κινήσεις. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Απλά σκεφτόμουν μήπως πρέπει να ξαναγυρίσω στη σχολή. Η μητέρα μου πιστεύει πως ήταν λάθος να διακόψω έτσι ξαφνικά τα μαθήματα, λίγο πριν πάρω πτυχίο».

Έμεινε ανέκφραστος.

«Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις. Αυτές οι σπουδές ήταν χάσιμο χρόνου. Τα δημόσια πανεπιστήμια είναι για τα σκουπίδια».

«Ναι το ξέρω αυτό, αλλά…»

«Αλλά τι; Πες ότι παίρνεις αυτό το πολυπόθητο πτυχίο…» Έφτυσε τις λέξεις, σαν να μη σήμαιναν τίποτα. «Τι θα γίνει δηλαδή μετά; Θα προσληφθείς σε ένα δημοτικό και θα υπαγορεύεις ορθογραφία σε κακομαθημένα πιτσιρίκια για την υπόλοιπη ζωή σου; Αντί να είσαι μία κυρία δίπλα μου; Δεν έχουμε οικονομικό θέμα και δε θέλω η σύντροφός μου να χαραμίζεται έτσι».

«Φαντάζομαι ότι δεν είναι και η ιδανική δουλειά, αλλά έλεγα… μήπως το κάνω για τη μητέρα μου». Η Αλίκη μιλούσε, χωρίς να ακούει τα λόγια της. Σαν να μη βρισκόταν πια εκεί, σε εκείνο το τραπέζι, σαν να άκουγε τη συζήτηση δύο αγνώστων. Ο τόνος της φωνής του Άρη, τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του, ο τρόπος που καθόταν γερμένος προς το μέρος της προμήνυαν μία επικείμενη έκρηξη.

Το ήξερε καλά  η συμπεριφορά του ακολουθούσε ένα μοτίβο, η ενόχληση γινόταν εκνευρισμός και κλιμακωνόταν σε οργή. Δεν έπρεπε να τον φτάσει στα άκρα. Εκείνος προσπαθούσε να συγκρατεί τον οξύθυμο χαρακτήρα του, της το έδειχνε. Έπρεπε κι εκείνη να βοηθήσει, να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Κι όμως, της άρεσαν οι σπουδές της, θα της άρεσε να δουλεύει με παιδιά. Η μητέρα της πίστευε ανέκαθεν ότι θα γινόταν καλή δασκάλα. Δεν ήταν βέβαιη ότι το να στέκεται απλά «σαν κυρία» στο πλευρό του Άρη ήταν το ιδανικό σενάριο.

«Η μητέρα σου θέλει απλά να πραγματοποιήσει όσα δεν κατάφερε στη ζωή της μέσα από εσένα».

«Μα όχι, θέλει το καλό μου…»

«Γιατί, εγώ δε θέλω το καλό σου;»

«Δεν εννοούσα αυτό. Με συγχωρείς δεν ήθελα να…»

«Πρέπει να είσαι ηλίθια, αν δεν το καταλαβαίνεις!»

Η κίνηση του ήταν τόσο απρόσμενη, τόσο απότομη και βίαιη, που ο απόηχός της τη χτύπησε πιο δυνατά από χαστούκι. Κρυσταλλάκια από το ποτήρι του Άρη ιρίδιζαν παντού στο πάτωμα. Λευκή σαμπάνια κυλούσε δίπλα στο ψηλοτάκουνο παπούτσι της. Ο κόσμος τριγύρω είχε γυρίσει προς τα κει αποσβολωμένος. Δεν έμοιαζαν πια με ανθρώπους, αλλά με κέρινα ομοιώματα. Άοσμα, άγευστα, κέρινα ομοιώματα.

Ο Άρης στάθηκε όρθιος, την κοίταξε με λύπηση και κατευθύνθηκε προς την έξοδο με αγέρωχα, οργισμένα βήματα. Το κερί μπροστά της είχε σχεδόν λιώσει.

 

***

Στάση Masséna.

Εκείνη την ημέρα, η Αλίκη περιπλανιόταν στα στενά και κάποια στιγμή βρέθηκε στην Rue Gioffredo, έναν δρόμο με μεγάλα πεζοδρόμια γεμάτα γλάστρες και μεταλλικές θέσεις για ποδήλατα. Στην μία πλευρά υπήρχε το εμβληματικό βιβλιοπωλείο «Librairie Masséna». Δεν γινόταν να μην το προσέξεις. Κάλυπτε ολόκληρο το ισόγειο από ένα πανύψηλο νεοκλασικό κτήριο και ήταν βαμμένο στο χρώμα της μέντας.

Κοντοστάθηκε σε μία από τις μεγάλες βιτρίνες του και αναγνώρισε μερικούς τίτλους αν και οι περισσότεροι ήταν στα γαλλικά. Από συνήθεια πλέον, έριξε μία στιγμιαία ματιά στο δρόμο από τον οποίο είχε έρθει για να βεβαιωθεί ότι δεν την ακολουθούσε κανείς. Έπειτα το βλέμμα της στάθηκε στο «Lidentite» του Κούντερα.

Στην αρχή δεν αναγνώρισε ότι ήταν το ίδιο βιβλίο που φυλλομετρούσε το τελευταίο διάστημα. Αυτή η γαλλική έκδοση είχε ένα σκίτσο στο εξώφυλλο, μια μορφή εφιαλτική, ένα πρόσωπο διχασμένο ανάμεσα σε δύο φύλα, δύο προσωπικότητες. Τα δύο κομμάτια του χαμογελούσαν με ένα μισό, ματωμένο χαμόγελο. Το ένα μάτι που αναλογούσε στο καθένα είχε μία νωθρότητα που σε έκανε να αναρωτιέσαι εάν αυτοί οι δύο είχαν υπάρξει ποτέ ολόκληροι άνθρωποι.

Είχε διαβάσει για τον Ζαν-Μαρκ και τη Σαντάλ, είχε παρακολουθήσει την εξέλιξη της σχέσης τους και δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτήν την τρομερή καρικατούρα που ήταν ζωγραφισμένη στο εξώφυλλο. Ο Ζαν-Μαρκ έστελνε στην αγαπημένη του ερωτικά γράμματα για να της αποδείξει ότι δεν είχε σβήσει η γοητεία που ασκούσε στο αντρικό φύλο. Την λάτρευε, όπως μόνο ένας λογοτεχνικός ήρωας είναι ικανός. Κι αν η σχέση τους είχε κλονιστεί, τότε το φταίξιμο βάραινε την Σαντάλ που δεν του έδειξε ποτέ τα γράμματα που λάμβανε. Και μυστικά τέτοιου τύπου μόνο βλαβερά μπορεί να είναι.

Το μισό εκείνο πρόσωπο του Ζαν-Μαρκ ζήλευε αφόρητα. Ζήλευε τον ίδιο του τον εαυτό, τον κρυφό θαυμαστή της συντρόφου του. Γιατί εκείνη ήθελε να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από απλή αλληλογραφία. Αυτό που είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προθέσεις είχε στραφεί εναντίον του, τον είχε κάνει έρμαιο των χειρότερων συναισθημάτων του.

Απ’ την άλλη βέβαια, τα γράμματα ήταν της Σαντάλ. Και για κάποιο δικό της λόγο, δεν θέλησε να τα μοιραστεί. Ο Ζαν-Μαρκ ήθελε απεγνωσμένα να μάθει όλες τις λεπτομέρειες της ύπαρξής της, της έβαζε ανούσια τεστ για να δει εάν ήταν ικανή να τον απατήσει. Σε μία υγιή σχέση, δεν θα προσπαθούσε ο ένας να εισβάλει στον προσωπικό χώρο του άλλου. Κανείς δεν θα έπρεπε να είναι τόσο κτητικός που να διεκδικεί το κάθε μικρό, προσωπικό κομμάτι του συντρόφου του.

Γιατί στο κάτω-κάτω αυτό δεν φτιάχνει ένα ολόκληρο. Δημιουργεί ένα έκτρωμα με δύο που έγιναν ένα με το ζόρι, επειδή κάποιος τα πήρε και τα ανάγκασε να ενωθούν, αγνοώντας τις πτυχές τους που αιμορραγούν και αναζητούν στα κρυφά να ξαναβρούν την προηγούμενή τους ταυτότητα.

Η Αλίκη τινάχτηκε έντρομη και γύρισε απ’ την άλλη σαν κάποιος να την σκούντησε. Ένας άνδρας είχε μόλις περάσει από κει. Λίγο σκυφτός, κουβαλούσε ένα σακίδιο. Η καρδιά της χτυπούσε σαν παλαβή. Ήταν εκεί; Ήξερε πού βρισκόταν; Την είχε ακολουθήσει; Τα μάγουλά της ζεματούσαν.

Και τότε το είδε. Στον τοίχο απέναντί της, ανάμεσα στα χρωματιστά γκράφιτι, σχηματισμένη με μαύρο μαρκαδόρο, υπήρχε μια φράση. Μια φράση που την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της και να χλομιάσει.

Αλίκη, γιατί μου το έκανες αυτό;

 

***

Στάση Μαρούσι. Οδός Αγίου Νικολάου.

Η Αλίκη στεκόταν στη μπαλκονόπορτα του καθιστικού και κρυφοκοίταζε κάθε τόσο έξω μετατοπίζοντας λιγάκι τη σατέν κουρτίνα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Φωτιζόταν μονάχα από το θαμπό φως της λάμπας του δρόμου. Ο Άρης έλειπε. Έλειπε απ’ το πρωί. Θα ερχόταν, όμως, σύντομα. Δεν είχε αργήσει ποτέ ξανά τόσο πολύ να επιστρέψει από την δουλειά.

Το μοσχάρι στη χύτρα είχε αρχίσει να κρυώνει, τα στρωμένα πιάτα περίμεναν από ώρα στη δρύινη τραπεζαρία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το υπόκωφο βουητό του ψυγείου και κάποια γέλια πού και πού από τους περαστικούς.

Έπιασε ένα κρυστάλλινο ποτήρι κρασιού και το γέμισε μέχρι τη μέση. Προς στιγμήν σκέφτηκε να ανοίξει κι ένα σακουλάκι κρακεράκια. Το στομάχι της γουργούριζε, αλλά συγκρατήθηκε.

Μετά το συμβάν στο εστιατόριο ο Άρης είχε αλλάξει. Το έβλεπε. Προσπαθούσε να κρατάει την ψυχραιμία του και έδειχνε με κάθε τρόπο την αγάπη του. Το γιγάντιο μπουκέτο από λευκούς κρίνους που της είχε φέρει πριν μερικές μέρες κοσμούσε τον μπουφέ. Της θύμιζε ότι οι σχέσεις κινούνται σαν τρενάκι λούνα παρκ. Άλλοτε σε ανυψώνουν και άλλοτε σε βυθίζουν στο σκοτάδι.

Αν ήθελε, όμως, να επιμηκύνει τις καλές στιγμές, έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο. Να γίνει σωστή σύντροφος, να χάσει κιλά και να αγοράσει καλύτερα ρούχα,  να έχει τα πράγματά της πιο τακτοποιημένα. Ο Άρης είχε τόσα στο μυαλό του, τόσες υποχρεώσεις… κι εκείνη όφειλε να είναι το στήριγμά του, να είναι εκεί δίπλα του, μόνιμα παρούσα.

Όμως, της το είχε πει αμέτρητες φορές, είχε χαραχθεί στο μυαλό της. Δεν ήταν αρκετή.

Το σταθερό τηλέφωνο κουδούνισε και ο μονότονος ήχος του διέκοψε την σιωπή. Η Αλίκη ταράχτηκε και ταρακούνησε το κρυστάλλινο ποτήρι. Μερικές σταγόνες κρασί έπεσαν στο χαλί, αλλά τις αγνόησε και έσπευσε να σηκώσει το τηλέφωνο.

«Παρακαλώ» είπε ξέπνοα.

«Τι κάνεις κοριτσάκι μου;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας της. Απάντησε πως ήταν καλά. «Σου έχω πάρει ένα δώρο, αλλά δεν βρεθήκαμε καθόλου για να σ’ το δώσω. Είναι χειμωνιάτικο, αλλά ακόμα θα μπορείς να το φορέσεις, δεν έχει ζεστάνει και πολύ ο καιρός…»

«Μου έλειψες, μαμά» τη διέκοψε και το βλέμμα της θόλωσε.

«Κι εμένα, Αλίκη μου. Πρέπει να έρθεις από εδώ καμιά μέρα.. Δε μένουμε δα και τόσο μακριά». Αυτό της έλεγε συνεχώς, όμως εκείνη ούτε λόγος για να την επισκεφθεί. Οι γονείς της δεν είχαν δει καν το σπίτι. Ακολούθησε μια παύση. «Όλα καλά Αλίκη; Έχει γίνει κάτι με τον Άρη;»

«Ε, απλά ξέρεις… νέο σπίτι, νέα περιοχή». Έκλεισε τα βλέφαρα για να ανασυγκροτήσει τη σκέψη της. Το κλάμα που δεν άφηνε να ξεσπάσει, την έπνιγε. Κοίταξε κάτω το παχύ χαλί και ίσιωσε τη γωνία που είχε ζαρώσει με τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού της.

«Είναι δύσκολη η προσαρμογή, ξέρω» είπε και άλλαξε αμέσως θέμα. «Ο πατέρας σου κι εγώ λέγαμε μήπως πάμε καμία εκδρομή το επόμενο σαββατοκύριακο».

Κάθε φορά που τσακώνονταν, κατέληγαν ότι τους χρειάζεται ένα ταξίδι για να αναζωογονήσουν τις σχέση τους. Όλα τα προβλήματα ξεκινούσαν από το περιβάλλον τους, ποτέ δεν αναρωτήθηκαν μήπως βρίσκονται μέσα τους. Για τους γονείς της κάθε βρισιά ήταν και μια νέα υπόσχεση, κάθε μελανιά και ένα πρόγραμμα ταξιδιού, κάθε καυγάς και ένα νέο ξεκίνημα. Η Αλίκη κι ο Άρης δεν έπρεπε να γίνουν έτσι. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να γίνουν έτσι!

Κάτι μουρμούρισε, κάτι σαν επιφώνημα, και ήπιε μία γερή γουλιά κρασί. Έπειτα, το έγειρε λίγο και κοίταξε τον άδειο πάτο.

«Ξέρεις Αλίκη» συνέχισε η μητέρα της με αλλαγμένη, πιο σοβαρή φωνή. «Είδα στο ίντερνετ για κάτι σεμινάρια παιδαγωγικών. Είναι εστιασμένα στην ειδική αγωγή και σκέφτηκα μήπως σε ενδιέφεραν».

Ξεφύσησε και γέμισε και πάλι το ποτήρι της. Σε κάθε τηλεφώνημα το θέμα επανερχόταν πάντοτε στις μισοτελειωμένες σπουδές της. «Δεν θέλουν πτυχίο αυτά;»

«Όχι! Μόνο απολυτήριο. Είναι ένα εξάμηνο και σε κάποιους χορηγείται πλήρης υποτροφία. Και είναι στα γαλλικά… Γίνονται στη Γαλλία…»

Η Αλίκη γέλασε. «Ο Άρης θα χαρεί πολύ με αυτή την ιδέα!»

«Ποια ιδέα;» ακούστηκε πίσω της. Γύρισε απότομα, κατεβάζοντας το τηλέφωνο στο μηρό της και πιέζοντάς το έτσι ώστε να καλύπτεται το ακουστικό.

«Επιτέλους ήρθες! Έχω έτοιμα για να φάμε». Το κολονάτο ποτήρι στο χέρι της έτρεμε. Ο Άρης στεκόταν απέναντί της ανέκφραστος, απαθής. Μύριζε ιδρώτα και τσιγάρο. Άρπαξε με μία απότομη κίνηση το τηλέφωνο.

«Όσο κι αν προσπαθείτε, η Αλίκη δεν θα φύγει από μένα! Δεν έχει να πάει πουθενά. Η θέση της είναι εδώ!» ούρλιαξε, ενώ κόκκινες φλέβες πάλλονταν στο κούτελό του. Πίεσε το κόκκινο κουμπί και πέταξε το τηλέφωνο στο πάτωμα. Η Αλίκη πισωπάτησε και κατά λάθος έσπρωξε με τον αγκώνα της ένα βαζάκι με αρωματικό κερί. Το κοίταξε έντρομη να πέφτει στο γυμνό μωσαϊκό, στο σημείο που δεν ήταν καλυμμένο με χαλί. Το είδε να ραγίζει και να εκτοξεύει μικρά κομματάκια ζωγραφισμένου γυαλιού. Έσκυψε να τα μαζέψει.

«Πού θέλει να σε στείλει πάλι η γλυκιά μανούλα σου;».

«Απλά μου ανέφερε κάποια σεμινάρια. Δεν το ήθελα να σε ταράξω, δεν πρόκειται να πάω» ψέλλισε με το πρόσωπό της στραμμένο στο πάτωμα. «Δεν χρειαζόταν να της φωνάξεις».

Ο Άρης άρπαξε βίαια το μπράτσο της και την τράβηξε να σηκωθεί. Με μια απότομη κίνηση κόλλησε το σώμα της στον παγωμένο τοίχο και την ακινητοποίησε.

«Με δουλεύεις; Με περνάς για βλάκα;». Οι φλέβες στα χέρια του ήταν διεσταλμένες, άγριες. Έσφιγγε τους καρπούς της, την ταρακουνούσε. «Δεν βλέπω νομίζεις τι γίνεται εδώ πέρα;»

«Σου είπα ότι δεν πρόκειται να πάω. Ήταν απλά μια χαζή ιδέα». Τα δάκρυά της κυλούσαν ανεξέλεγκτα. Η φωνή της, ένα απόμακρο βουητό. Τα πρόσωπα τους, τόσο κοντά, που η βαριά ανάσα του κολλούσε πάνω της, η μυρωδιά του τσιγάρου την έκαιγε.

«Λες ψέματα!»

Την έσπρωξε κι εκείνη σκόνταψε στην άκρη του χαλιού. Ξαφνικά, βρέθηκε εκεί κάτω, ντροπιασμένη, ολομόναχη. Η σκιά του έπεφτε πάνω της, απειλητική, τη σκέπαζε με πυκνό σκοτάδι. Το σπίτι στην οδό Αγίου Νικολάου ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει τόσο άδειο και άψυχο.

 

***

Στάση Garibaldi.

Η βροχή σφυροκοπούσε τα τζάμια του παραθύρου και πίσω τους η Αλίκη λικνιζόταν ρυθμικά στην κουνιστή καρέκλα. Διάβαζε τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της. Ο χώρος είχε μία λεπτή μυρωδιά κανέλας και πικραμύγδαλου από ένα κερί που σιγόκαιγε στο τραπεζάκι.

Τα παπούτσια της, όπως-όπως αφημένα λίγο πιο ‘κει. Μια άδεια χριστουγεννιάτικη κούπα με ένα μουσκεμένο φακελάκι τσάι, παρατημένη από το πρωί. Ένα ανοιχτό πακέτο μπισκότα, μισοτελειωμένο, με τσαλακωμένη συσκευασία. Σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα της σε αυτή τη μικρή ακαταστασία και χαμογέλασε.

Έπειτα, ξαναγύρισε στο βιβλίο που είχε ανοιχτό στα πόδια της. Η Σαντάλ συνειδητοποιούσε πως είχε χάσει την ταυτότητά της μέσα στη σχέση της με το Ζαν-Μαρκ. Το όνειρο που έβλεπε λίγες σελίδες πριν είχε αρχίσει να παίρνει μορφή εφιάλτη. Όταν ξύπνησε, όμως, βρέθηκε και πάλι στην αγκαλιά του.

Όχι, δεν ήταν σωστό τέλος αυτό. Δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα. Σηκώθηκε όρθια και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Η βροχή είχε αρχίσει να ηρεμεί και μόνο κάποιες σταγόνες μούσκευαν το πλακόστρωτο εδώ κι εκεί. Έτσι γινόταν συνήθως στη Νίκαια. Οι μπόρες ήταν έντονες, αλλά κρατούσαν για λίγο. Και μετά όλη η πόλη άλλαζε, έλαμπε σαν φωταγωγημένη.

Σκεπάστηκε με ένα χοντρό μάλλινο κασκόλ και βγήκε έξω. Η υγρή ατμόσφαιρα ήταν αναζωογονητική, την ξυπνούσε, της έδινε θάρρος. Μύριζε βρεγμένο χώμα και φρεσκοκομμένο γρασίδι. Εκείνη περπατούσε με γρήγορα βήματα, καταπνίγοντας την ανάγκη να ελέγξει αν την παρακολουθεί κανείς. Κοιτούσε μόνο μπροστά, μακριά στο βάθος του δρόμου, σχεδόν στο σημείο όπου οι δύο πλευρές του άγγιζαν η μία την άλλη. Τελικά έφτασε στο βιβλιοπωλείο Masséna. Ξεφύσησε ανακουφισμένη. Η διαδρομή ήταν πολύ πιο σύντομη απ’ ό,τι της φαινόταν συνήθως.

Αγόρασε κάποια βιβλία για τα σεμινάρια ειδικής αγωγής και ένα αντίτυπο του «Lidentite» με τη διχασμένη μορφή στο εξώφυλλο. Έτσι για να το κοιτά καμιά φορά και να θυμάται. Χαμογέλασε στον βιβλιοπώλη και βγήκε ξανά στην οδό Rue Giofreddo. Το βλέμμα της εστίασε αμέσως στον απέναντι τοίχο. Έδωσε προσοχή στα γκράφιτι, τα κοίταξε ένα-ένα. Προσπάθησε να εντοπίσει τη φράση με το μαύρο μαρκαδόρο, αλλά πουθενά δεν έγραφε το όνομά της, κανείς δεν της απηύθυνε το λόγο.

Εκεί, ανάμεσα στα Liberté και στα Fraternité, ένα πράγμα ήταν μονάχα γραμμένο με μαύρο. Ευανάγνωστα, στρογγυλά γράμματα σχημάτιζαν τις λέξεις «Mind the gap».

Προσοχή στο κενό…  Έμεινε ακίνητη για λίγα λεπτά. Διάβασε τις τρεις αυτές λέξεις ξανά και ξανά. Ίσως αναφέρονταν στο μετρό, στην τραγουδιστή, γαλλική φωνή που ανήγγειλε τους σταθμούς, τις μικρές στάσεις και τους προορισμούς.

Ίσιωσε την πλάτη της, χαμογέλασε. Της ξέφυγε κι ένα ανάλαφρο γελάκι. Έπειτα, χάθηκε ξανά μέσα στην πόλη με κατεύθυνση προς το άγαλμα του Giuseppe Garibaldi και την Promenade des Anglais, όπου μετά την καταιγίδα, θα είχε αρχίσει ήδη να μαζεύεται κόσμος.

                                

Τέλος διαδρομής. Παρακαλώ αποβιβαστείτε.

                                                               Παπουτσογιαννοπούλου Μαρία

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Διήγημα: Στην άκρη χιόνι